- μαχανάν
- μᾱχανά̱ν , μηχανήcontrivance: fem acc sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
μαχανάν — μᾱχανά̱ν , μηχανή contrivance fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek